- φοβήθητε
- φοβέωput to flightaor ind pass 2nd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φοβηθῆτε — φοβέω put to flight aor subj pass 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υστέρημα — το / ὑστέρημα, ήματος, ΝΜΑ [ὑστερῶ] 1. έλλειψη, έλλειμμα 2. φρ. «από το ὑστέρημά μου» και «ἐκ τοῡ ὑστερήματος» από εκείνο που μόλις μού φτάνει, που μόλις επαρκεί για την συντήρησἠ μου αρχ. ένδεια, ανάγκη («φοβήθητε τὸν κύριον πάντες οἱ ἄγιοι… … Dictionary of Greek